Παράδοση και Εκσυγχρονισμός στην Ελλάδα του 21ου αιώνα

Λαοκράτης Βάσσης

Ο ελληνισμός καλείται, «αναγιγνώσκοντας» σωστά την τρισχιλιετή διαδρομή του και τις ανελαστικές απαιτήσεις του αινιγματικού γυρίσματος των καιρών μας (αλλαγή αιώνα και χιλιετίας), να χαράξει την πολιτιστική του στρατηγική στην τροχιά της αμήχανα ενοποιούμενης Ευρώπης και του δυσανάγνωστα παγκοσμιοποιούμενου διεθνούς περιβάλλοντος, όπου, με κατακλυσμιαία την εξάπλωση μιας φαιάς υποκουλτούρας, μαζί με τα εθνικά κράτη, πρωτίστως δοκιμάζονται οι πολιτιστικές ιδιαιτερότητες, που είναι συνυφασμένες με την ύπαρξη των εθνικών συλλογικοτήτων και την πολύχρωμη ομορφιά της πλανητικής μας πατρίδας.

Δεν πρόκειται για νέο πρόβλημα καθώς, με διαφορετικές κάθε φορά όψεις και αιχμές, ταλανίζει τη νεοελληνική πνευματική ζωή απ’ την προεπαναστατική ακόμη περίοδο. Όπως δεν πρόκειται και για δικό μας μόνο πρόβλημα, καθώς, με διαφορετικό διατακτικό και διαφορετική ένταση, απασχόλησε και απασχολεί όλους τους λαούς απ’ τη μια άκρη της γης ως την άλλη.

Κι ως προς αυτά θα αρκεστώ σε δυο ενδεικτικές αναφορές, η πρώτη απ’ τα καθ’ ημάς παλαιότερα και η δεύτερη απ’ τα νεότερα της μακρινής Λατινικής Αμερικής, με τον Διονύσιο Σολωμό να αποφαίνεται στην περίπτωσή μας και με τον Οκτάβιο Πας να αποφαίνεται στην περίπτωση της Λατινικής Αμερικής.

Η πρώτη αναφορά: Κάθε μικρός τόπος, για να ξεκινήσουμε από μια διασταλτική ερμηνεία μιας πολύ γνωστής σολωμικής θέσης, πρέπει να κοιτάζει προς το «παγκόσμιο σύστημα», να «στυλώνεται στο κέντρο της εθνικότητας και να υψώνεται κάθετα» (Στοχασμοί - Ελεύθεροι Πολιορκημένοι), ή, όπως επίσης γράφει ο εθνικός μας ποιητής σε ένα γράμμα του στον Τερτσέτη με αφορμή τα κλέφτικα τραγούδια: «Είναι καλό να βασίζεται κανείς σ’ αυτά τα χνάρια, αλλά δεν είναι καλό να σταματά εκεί. Πρέπει να υψώνεται κατακόρυφα… Το έθνος θέλει από μας το θησαυρό της ατομικής μας διάνοιας ντυμένον εθνικά».

Τα σχόλιά μου είναι περιττά. Αρκούμαι να τονίσω: «να στυλώνεται στο κέντρο της εθνικότητας και να υψώνεται κάθετα, να υψώνεται κατακόρυφα».

Η δεύτερη αναφορά: Στη μνημειώδη ομιλία του στην Ακαδημία της Στοκχόλμης, όταν ο Οκτάβιο Πας τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ της Λογοτεχνίας (1990), είπε μεταξύ σημαντικών άλλων: «Το Μεξικό έψαχνε να βρει το παρόν του εκτός, για να ανακαλύψει ότι υπήρχε εντός, θαμμένο αλλά ζωντανό. Η αναζήτηση του μοντερνισμού μάς οδήγησε στην ανακάλυψη της αρχαιότητάς μας, του κρυμμένου προσώπου του έθνους μας. Δεν είμαι σίγουρος αν όλοι μας έχουμε διδαχτεί απ’ το απροσδόκητο αυτό ιστορικό μάθημα. Ανάμεσα στην παράδοση και στον μοντερνισμό υπάρχει μια γέφυρα. Όταν απομονώνονται μεταξύ τους, η παράδοση παραμένει στάσιμη και ο μοντερνισμός εξατμίζεται. Όταν δένονται μεταξύ τους, ο μοντερνισμός εμφυσά ζωή στην παράδοση και η τελευταία ανταποκρίνεται δίνοντάς του βαρύτητα και βάθος».

Αντί σχολίων, κυρίως με αφορμή τα περί ανακάλυψης του κρυμμένου προσώπου του έθνους του και καθώς ο μεγάλος Οκτάβιο Πας μοιάζει να μιλάει (και) για μας, απλώς θα αναρωτηθώ – με δεδομένη την ιστορικο/πολιτιστική συνέχεια του ελληνισμού, προφανώς όχι στην απλοϊκή της εκδοχή, αλλά και με δεδομένη τη σχέση της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας με την ελληνική αρχαιότητα και του Νέου ελληνισμού με την ευρωπαϊκή νεωτερικότητα – αν κι εμείς, σκάβοντας βαθιά, δεν ανακαλύψουμε μέσα στην παράδοσή μας τη νεωτερικότητα και μέσα στη νεωτερικότητα την παράδοσή μας.

Τι όμως είναι παράδοση, τι εκσυγχρονισμός, γιατί καθόλου δεν είναι διευκρινισμένο το περιεχόμενό τους, και πώς τίθεται για τον τόπο μας το πρόβλημα της σχέσης τους σήμερα, στη δεδομένη δηλαδή χρονική καμπή με τα πολλά και μεγάλα διακυβεύματα (σε εθνικό, υπερεθνικό και πλανητικό επίπεδο), και, συνακόλουθα, ποια η λύση βάθους και προοπτικής αυτού του προβλήματος, έτσι που να διεμβολίσουμε οριστικά το χρόνιο και παγιδευτικό για την πολιτιστική μας ζωή δίπολο, που συνθέτουν οι αλληλοτροφοδοτούμενες, αλληλο- αναιρούμενες και αδιέξοδες ακρότητες τόσο της ιδεολογηματικά φετιχοποιούμενης παράδοσης όσο και του ιδεολογηματικά φετιχοποιούμενου εκσυγχρονισμού, με όλο το νοσηρό προγονοπληκτικό και προοδοπληκτικό αντίστοιχα υπόβαθρό του και με όλες τις νεότερες ψευδωνυμικές εκδοχές: προοδευτικοί-συντηρητικοί (ή αντιδραστικοί), ευρωπαϊστές - αντιευρωπαϊστές, φορείς της «μεταρρυθμιστικής κουλτούρας» - φορείς της «παρωχημένης ιδεολογίας», υπέρμαχοι της παγκοσμιοποίησης - υπέρμαχοι της αντιπαγκοσμιοποίησης και άλλα τέτοια παρόμοια;

Θα αντιπαρέλθω τον πειρασμό ακόμη και να αγγίξω την απάντηση των ερωτημάτων, προκαταλαμβάνοντας κατά έναν τρόπο τους φίλους εισηγητές. Θα μου επιτραπεί όμως, καταθέτοντας προσωπική πολιτιστική αγωνία, να τονίσω πως είναι πια καιρός να υπερβούμε την έρπουσα πολιτιστική μας αμηχανία και τους μεταξύ παράδοσης και εκσυγχρονισμού χρονίζοντες μετεωρισμούς μας. Πως πρέπει να απαντήσουμε στις προκλήσεις της εποχής μας όχι με τη μικρής κλίμακας λογική του μίζερου ελλαδισμού, αλλά με τη μεγάλης κλίμακας λογική του οικουμενικού ελληνισμού, την ευελιξία και την προωθητική προσαρμοστικότητά του, χωρίς εθνοκεντρικές αμυντικές περιχαρακώσεις και ομφαλοσκοπικούς μεγαλοϊδεατισμούς, αλλά και χωρίς προοδευτικοφανείς αποδομήσεις της ιστορικής συνέχειας και της πολιτιστικής ιδιοπροσωπίας μας. Χωρίς δηλαδή προοδευτικοφανή αποδόμηση της ιστορίας μας – «άθλημα» στο οποίο κάποιοι επιδίδονται με υπερβάλλοντα ζήλο – αλλά και χωρίς προοδευτικοφανή αποδόμηση της πολιτιστικής μας ιδιαιτερότητας γενικότερα, που σαφώς και είναι τουλάχιστον αφελές να προσεγγίζεται με καθαρολογικούς όρους και που ως ζώσα πραγματικότητα, ως διαρκές, πολυδιάστατο, και πολύχρωμο γίγνεσθαι, δεν υποτάσσεται σε κανονιστικού χαρακτήρα ρυθμίσεις και δεν χωράει σε δόγματα και ιδεολογηματικές απολυτοποιήσεις.

Γιατί, η αναγκαία γέφυρα μεταξύ παράδοσης και εκσυγχρονισμού δεν θα «στηθεί» ούτε με την αφελή θρησκειοποίηση του ελληνισμού και τη συνακόλουθη δογματοποίηση της ελληνικότητας, ούτε όμως και με την ανιστόρητη αποδόμηση, δήθεν εκσυγχρονιστική και δήθεν ευρωπαϊστική, των «συντεταγμένων του ελληνισμού», για να θυμηθούμε και τον Οδυσσέα Ελύτη, που, μαζί με την ποιητική μεγαλοσύνη του, τόσο αναζήτησε στα δοκίμιά του την ουσία της πολιτιστικής μας ταυτότητας και τόσο πάσχισε να βρει το αληθινό πολιτιστικό μας πρόσωπο («Εγώ και η γενιά μου – κι εδώ περιλαμβάνω και το Σεφέρη-, γράφει, πασχίσαμε να βρούμε το αληθινό πρόσωπο της Ελλάδας»).

Με την πεποίθηση πως το πλουραλιστικό «διά ταύτα» του συνεδρίου μας, όπως αυτό θα προκύψει απ’ τις στοχαστικές προσεγγίσεις των εισηγητών μας, θα συνιστά συμβολή στη σωστή προσέγγιση της σχέσης παράδοσης και εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, θα κλείσω, καθώς οι ποιητές είχαν την τιμητική τους σ’ αυτό το άνοιγμα των εργασιών μας, με στίχους του Γιάννη Ρίτσου, που αναδύονταν απ’ το βάθος της μνήμης μου κάθε φορά που η σκέψη μου, με αφορμή το συνέδριό μας, αφηνόταν στην πολιτιστική μας μαγεία αλλά και χανόταν στους πολιτιστικούς μας λαβυρίνθους:

«Πολλά πρόσωπα αλλάξαμε, πολλά, όχι προσωπεία.
Πίσω από χίλια πρόσωπα κρυφτήκαμε. Μπλεχτήκαμε
με θεούς και μύθους, μ’ άλλους φωτισμούς, μ’ άλλους χρόνους
για να σκεπάσουμε το πρόσωπό μας το βαθύ, το πικρό, το αμετάβλητο,
το άφταιγο, το τιμημένο, το μόνο δικό μας.»

Πριν κατέβω απ’ το βήμα, θα ήθελα να σας γνωρίσω πως ο τόμος με τις εισηγήσεις του Συνεδρίου μας θα είναι αφιερωμένος σε έναν μεγάλο απόντα απ’ τις εργασίες του, που είχε με πολλή χαρά δεχτεί να είναι εισηγητής. Αναφέρομαι στον μεγάλο διανοητή Κοσμά Ψυχοπαίδη, που τόσο λείπει απ’ την πνευματική ζωή του τόπου μας.

Απ’ το βιβλίο: Λαοκράτης Βάσσης - Αναζητήσεις πολιτιστικής πολιτικής, εκδ. ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ